Translation meaning & definition of the word "mincemeat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανδρικό κρέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mincemeat
[Κυνήγι]/mɪnsmit/
noun
1. Spiced mixture of chopped raisins and apples and other ingredients with or without meat
- synonym:
- mincemeat
1. Καρυκευμένο μείγμα από ψιλοκομμένες σταφίδες και μήλα και άλλα συστατικά με ή χωρίς κρέας
- συνώνυμο:
- κιμά