Translation meaning & definition of the word "mimic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μικρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mimic
[Μιμ]/mɪmɪk/
noun
1. Someone who mimics (especially an actor or actress)
- synonym:
- mimic ,
- mimicker
1. Κάποιος που μιμείται (ειδικά ένας ηθοποιός ή ηθοποιός)
- συνώνυμο:
- μιμητικόσ ,
- μιμητήσ
verb
1. Imitate (a person or manner), especially for satirical effect
- "The actor mimicked the president very accurately"
- synonym:
- mimic ,
- mime
1. Μιμηθείτε το άτομο ( ή το τρόπ), ειδικά για σατιρικό αποτέλεσμα
- "Ο ηθοποιός μιμείται με μεγάλη ακρίβεια τον πρόεδρο"
- συνώνυμο:
- μιμητικόσ ,
- μίμοσ
adjective
1. Constituting an imitation
- "The mimic warfare of the opera stage"- archibald alison
- synonym:
- mimic
1. Συνιστώντας μια μίμηση
- "Ο μιμητικός πόλεμος της σκηνής της όπερας" - άρτσιμπαλντ άλισον
- συνώνυμο:
- μιμητικόσ