Translation meaning & definition of the word "mime" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "μίλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mime
[Μίμη]/maɪm/
noun
1. An actor who communicates entirely by gesture and facial expression
- synonym:
- mime ,
- mimer ,
- mummer ,
- pantomimer ,
- pantomimist
1. Ένας ηθοποιός που επικοινωνεί εξ ολοκλήρου με χειρονομία και έκφραση προσώπου
- συνώνυμο:
- μίμοσ ,
- μίμερ ,
- μουρμουρίζω ,
- παντομίμα
2. A performance using gestures and body movements without words
- synonym:
- mime ,
- pantomime ,
- dumb show
2. Μια παράσταση με χειρονομίες και κινήσεις του σώματος χωρίς λέξεις
- συνώνυμο:
- μίμοσ ,
- παντομίμα ,
- ανόητη εμφάνιση
verb
1. Imitate (a person or manner), especially for satirical effect
- "The actor mimicked the president very accurately"
- synonym:
- mimic ,
- mime
1. Μιμηθείτε το άτομο ( ή το τρόπ), ειδικά για σατιρικό αποτέλεσμα
- "Ο ηθοποιός μιμείται με μεγάλη ακρίβεια τον πρόεδρο"
- συνώνυμο:
- μιμητικόσ ,
- μίμοσ
2. Act out without words but with gestures and bodily movements only
- "The acting students mimed eating an apple"
- synonym:
- mime ,
- pantomime
2. Ενεργήστε χωρίς λόγια, αλλά με χειρονομίες και σωματικές κινήσεις μόνο
- "Οι μαθητές που υποκρινόταν μιμούνταν το να τρώνε ένα μήλο"
- συνώνυμο:
- μίμοσ ,
- παντομίμα