Translation meaning & definition of the word "milt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μίλασε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Milt
[Ελαστικό]/mɪlt/
noun
1. Fish sperm or sperm-filled reproductive gland
- Having a creamy texture
- synonym:
- milt ,
- soft roe
1. Σπέρμα ψαριών ή αναπαραγωγικός αδένας γεμάτος με σπέρμα
- Έχοντας κρεμώδη υφή
- συνώνυμο:
- μιλτ ,
- μαλακή βρύση
2. Seminal fluid produced by male fish
- synonym:
- milt
2. Σπερματικό υγρό που παράγεται από αρσενικά ψάρια
- συνώνυμο:
- μιλτ