Translation meaning & definition of the word "milo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γάλωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Milo
[Μήλο]/maɪloʊ/
noun
1. Small drought-resistant sorghums having large yellow or whitish grains
- synonym:
- milo ,
- milo maize
1. Μικροί σόρδοι ανθεκτικοί στην ξηρασία με μεγάλους κίτρινους ή λευκούς κόκκους
- συνώνυμο:
- μίλο ,
- καλαμπόκι του Μίλο