Translation meaning & definition of the word "millstone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μίλστωνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Millstone
[Χιλιοστόλιθος]/mɪlstoʊn/
noun
1. (figurative) something that hinders or handicaps
- "She was an albatross around his neck"
- synonym:
- albatross ,
- millstone
1. (εικονικό) κάτι που εμποδίζει ή μειονεκτήματα
- "Ήταν ένα άλμπατρος γύρω από το λαιμό του"
- συνώνυμο:
- άλμπατρος ,
- χιλιοστόλιθος
2. Any load that is difficult to carry
- synonym:
- millstone
2. Οποιοδήποτε φορτίο που είναι δύσκολο να μεταφερθεί
- συνώνυμο:
- χιλιοστόλιθος
3. One of a pair of heavy flat disk-shaped stones that are rotated against one another to grind the grain
- synonym:
- millstone
3. Ένα από ένα ζευγάρι βαριές πέτρες σε σχήμα δίσκου που περιστρέφονται μεταξύ τους για να αλέσουν το σιτάρι
- συνώνυμο:
- χιλιοστόλιθος
Examples of using
What a millstone!
Τι χιλιοστόλιθος!