Translation meaning & definition of the word "millionaire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκατομμυριούχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Millionaire
[Εκατομμυριούχος]/mɪljənɛr/
noun
1. A person whose material wealth is valued at more than a million dollars
- synonym:
- millionaire
1. Ένα άτομο του οποίου ο υλικός πλούτος αποτιμάται σε περισσότερα από ένα εκατομμύριο δολάρια
- συνώνυμο:
- εκατομμυριούχος
Examples of using
I'm going to be a millionaire.
Θα γίνω εκατομμυριούχος.
Everyone who worked on that project became a millionaire.
Όλοι όσοι εργάστηκαν σε αυτό το έργο έγιναν εκατομμυριούχοι.
Mary wants to marry a millionaire.
Η Μαίρη θέλει να παντρευτεί έναν εκατομμυριούχο.