Translation meaning & definition of the word "millet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γάλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Millet
[Κεχρί]/mɪlət/
noun
1. Any of various small-grained annual cereal and forage grasses of the genera panicum, echinochloa, setaria, sorghum, and eleusine
- synonym:
- millet
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα μικρά ετήσια δημητριακά και χορτοφάγα χόρτα των γενών πανικού, εχινοχλώα, σετάρια, σοργούμ και ελευσίνη
- συνώνυμο:
- κεχρί
2. French painter of rural scenes (1814-1875)
- synonym:
- Millet ,
- Jean Francois Millet
2. Γάλλος ζωγράφος αγροτικών σκηνών (1814-1875)
- συνώνυμο:
- Κεχρί ,
- Ο Ζαν Φρανσουά Μίλετ
3. Small seed of any of various annual cereal grasses especially setaria italica
- synonym:
- millet
3. Μικρός σπόρος οποιουδήποτε από τα διάφορα ετήσια χόρτα δημητριακών, ιδιαίτερα της σεταρίας
- συνώνυμο:
- κεχρί