Translation meaning & definition of the word "milky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γάλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Milky
[Γαλακτώδησ]/mɪlki/
adjective
1. Resembling milk in color not clear
- "Milky glass"
- synonym:
- milky ,
- milklike ,
- whitish
1. Το γάλα σε χρώμα δεν είναι διαυγές
- "Γαλακτώδες γυαλί"
- συνώνυμο:
- γαλακτώδησ ,
- γαλακτοειδήσ ,
- λευκόσ