Translation meaning & definition of the word "militia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτοφυλακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Militia
[Πολιτοφυλακή]/məlɪʃə/
noun
1. Civilians trained as soldiers but not part of the regular army
- synonym:
- militia ,
- reserves
1. Οι πολίτες εκπαιδεύτηκαν ως στρατιώτες, αλλά όχι ως μέρος του τακτικού στρατού
- συνώνυμο:
- πολιτοφυλακή ,
- αποθεματικά
2. The entire body of physically fit civilians eligible by law for military service
- "Their troops were untrained militia"
- "Congress shall have power to provide for calling forth the militia"--united states constitution
- synonym:
- militia
2. Ολόκληρο το σώμα των πολιτών που είναι επιλέξιμοι από το νόμο για στρατιωτική θητεία
- "Τα στρατεύματά τους ήταν ανεκπαίδευτη πολιτοφυλακή"
- "Η συμφιλίωση θα έχει την εξουσία να προβλέπει την επίκληση της πολιτοφυλακής"-σύνταγμα των ηνωμένων πολιτειών
- συνώνυμο:
- πολιτοφυλακή