Translation meaning & definition of the word "mileage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μίλια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mileage
[Χιλιόμετρα]/maɪləʤ/
noun
1. Distance measured in miles
- synonym:
- mileage ,
- milage
1. Απόσταση μετρημένη σε μίλια
- συνώνυμο:
- χιλιομετρική απόσταση ,
- εκτροφή
2. The ratio of the number of miles traveled to the number of gallons of gasoline burned
- synonym:
- mileage ,
- fuel consumption rate ,
- gasoline mileage ,
- gas mileage
2. Η αναλογία του αριθμού των μιλίων ταξίδεψε στον αριθμό των γαλονιών της βενζίνης που καίγονται
- συνώνυμο:
- χιλιομετρική απόσταση ,
- ποσοστό κατανάλωσης καυσίμου ,
- χιλιόμετρα βενζίνης ,
- χιλιόμετρα αερίου
3. A travel allowance at a given rate per mile traveled
- synonym:
- mileage
3. Ένα επίδομα ταξιδιού με δεδομένο επιτόκιο ανά μίλι που διανύθηκε
- συνώνυμο:
- χιλιομετρική απόσταση
Examples of using
What is the fuel mileage of this car?
Ποια είναι η χιλιομετρική απόσταση καυσίμου αυτού του αυτοκινήτου?