Translation meaning & definition of the word "mildew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ήπιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mildew
[Ήπιος]/mɪldu/
noun
1. The process of becoming mildewed
- synonym:
- mildew ,
- mold ,
- mould
1. Η διαδικασία του να γίνει ωίδιο
- συνώνυμο:
- ωίδιο ,
- καλούπι ,
- φόρμα
2. A fungus that produces a superficial (usually white) growth on organic matter
- synonym:
- mildew
2. Ένας μύκητας που παράγει μια επιφανειακή (συνήθως λευκό) ανάπτυξη στην οργανική ύλη
- συνώνυμο:
- ωίδιο
verb
1. Become moldy
- Spoil due to humidity
- "The furniture molded in the old house"
- synonym:
- mold ,
- mildew
1. Γίνομαι μουχλιασμένος
- Χαλάστε λόγω υγρασίας
- "Τα έπιπλα φορμαρισμένα στο παλιό σπίτι"
- συνώνυμο:
- καλούπι ,
- ωίδιο