Translation meaning & definition of the word "mild" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ήπια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mild
[Ήπιος]/maɪld/
adjective
1. Moderate in type or degree or effect or force
- Far from extreme
- "A mild winter storm"
- "A mild fever"
- "Fortunately the pain was mild"
- "A mild rebuke"
- "Mild criticism"
- synonym:
- mild
1. Μέτριος στον τύπο ή το βαθμό ή την επίδραση ή τη δύναμη
- Μακριά από το ακραίο
- "Μια ήπια χειμωνιάτικη καταιγίδα"
- "Ήπιος πυρετός"
- "Δυστυχώς ο πόνος ήταν ήπιος"
- "Μια ήπια επίπληξη"
- "Ήπια κριτική"
- συνώνυμο:
- ήπιος
2. Humble in spirit or manner
- Suggesting retiring mildness or even cowed submissiveness
- "Meek and self-effacing"
- synonym:
- meek ,
- mild ,
- modest
2. Ταπεινός με πνεύμα ή τρόπο
- Προτείνοντας την απόσυρση της ηπιότητας ή ακόμα και την αγελαδινή υποταγή
- "Πράος και αυτο-απευθυνόμενος"
- συνώνυμο:
- πράος ,
- ήπιος ,
- μέτριος
3. Mild and pleasant
- "Balmy days and nights"
- "The climate was mild and conducive to life or growth"
- "A soft breeze"
- synonym:
- balmy ,
- mild ,
- soft
3. Ήπια και ευχάριστη
- "Ημέρες και νύχτες"
- "Το κλίμα ήταν ήπιο και ευνοϊκό για τη ζωή ή την ανάπτυξη"
- "Ένα απαλό αεράκι"
- συνώνυμο:
- μπαλίκα ,
- ήπιος ,
- μαλακός
Examples of using
Japan has a mild climate.
Η Ιαπωνία έχει ήπιο κλίμα.
The climate of Japan is mild.
Το κλίμα της Ιαπωνίας είναι ήπιο.
This winter has been mild.
Αυτός ο χειμώνας ήταν ήπιος.