Translation meaning & definition of the word "milch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γάλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Milch
[Γαλακτοπαραγωγήσ]/mɪlʧ/
adjective
1. Giving milk
- Bred or suitable primarily for milk production
- "Milch goats, milch camels"
- synonym:
- milch
1. Δίνοντας γάλα
- Εκτρέφεται ή είναι κατάλληλο κυρίως για την παραγωγή γάλακτος
- "Αίγες γάλακτος, καμήλες γάλακτος"
- συνώνυμο:
- αναπτυσσόμενοσ