Translation meaning & definition of the word "mil" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γάλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mil
[Μιλ]/mɪl/
noun
1. A cypriot monetary unit equal to one thousandth of a pound
- synonym:
- mil
1. Κυπριακή νομισματική μονάδα ίση με το ένα χιλιοστό της λίβρας
- συνώνυμο:
- μιλ
2. A swedish unit of length equivalent to 10 km
- synonym:
- mile ,
- mil ,
- Swedish mile
2. Μια σουηδική μονάδα μήκους που ισοδυναμεί με 10 χιλιόμετρα
- συνώνυμο:
- μίλι ,
- μιλ ,
- Σουηδικό μίλι
3. A unit of length equal to one thousandth of an inch
- Used to specify thickness (e.g., of sheets or wire)
- synonym:
- mil
3. Μια μονάδα μήκους ίση με ένα χιλιοστό της ίντσας
- Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του πάχους (π.χ., φύλλων ή σύρμα)
- συνώνυμο:
- μιλ
4. A metric unit of volume equal to one thousandth of a liter
- synonym:
- milliliter ,
- millilitre ,
- mil ,
- ml ,
- cubic centimeter ,
- cubic centimetre ,
- cc
4. Μια μετρική μονάδα όγκου ίση με το ένα χιλιοστό του λίτρου
- συνώνυμο:
- χιλιοστόλιτρο ,
- μιλ ,
- μ ,
- κυβικό εκατοστό ,
- τεκ
5. An angular unit used in artillery
- Equal to 1/6400 of a complete revolution
- synonym:
- mil
5. Γωνιακή μονάδα που χρησιμοποιείται στο πυροβολικό
- Ίση με το 1/6400 μιας πλήρους επανάστασης
- συνώνυμο:
- μιλ