Translation meaning & definition of the word "migratory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταναστευτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Migratory
[Μεταναστευτικόσ]/maɪgrətɔri/
adjective
1. Used of animals that move seasonally
- "Migratory birds"
- synonym:
- migratory
1. Χρησιμοποιείται από ζώα που κινούνται εποχιακά
- "Μεταναστευτικά πουλιά"
- συνώνυμο:
- μεταναστευτικόσ
2. Habitually moving from place to place especially in search of seasonal work
- "Appalled by the social conditions of migrant life"
- "Migratory workers"
- synonym:
- migrant ,
- migratory
2. Συνήθως μετακινούνται από τόπο σε τόπο ειδικά σε αναζήτηση εποχιακής εργασίας
- "Εφαρμόζεται από τις κοινωνικές συνθήκες της μεταναστευτικής ζωής"
- "Μεταναστευτικοί εργαζόμενοι"
- συνώνυμο:
- μετανάστης ,
- μεταναστευτικόσ