Translation meaning & definition of the word "migrate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφράσει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Migrate
[Μεταναστεύω]/maɪgret/
verb
1. Move from one country or region to another and settle there
- "Many germans migrated to south america in the mid-19th century"
- "This tribe transmigrated many times over the centuries"
- synonym:
- migrate ,
- transmigrate
1. Μετακινηθείτε από μια χώρα ή περιοχή σε μια άλλη και εγκατασταθείτε εκεί
- "Πολλοί γερμανοί μετανάστευσαν στη νότια αμερική στα μέσα του 19ου αιώνα"
- "Αυτή η φυλή μεταδόθηκε πολλές φορές στο πέρασμα των αιώνων"
- συνώνυμο:
- μεταναστεύω ,
- μετατρέπω
2. Move periodically or seasonally
- "Birds migrate in the winter"
- "The workers migrate to where the crops need harvesting"
- synonym:
- migrate
2. Μετακινήστε περιοδικά ή εποχιακά
- "Τα πουλιά μεταναστεύουν το χειμώνα"
- "Οι εργαζόμενοι μεταναστεύουν εκεί όπου οι καλλιέργειες χρειάζονται συγκομιδή"
- συνώνυμο:
- μεταναστεύω