Translation meaning & definition of the word "migraine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ημικρανία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Migraine
[Ημικρανία]/maɪgren/
noun
1. A severe recurring vascular headache
- Occurs more frequently in women than men
- synonym:
- migraine ,
- megrim ,
- sick headache ,
- hemicrania
1. Ένας σοβαρός επαναλαμβανόμενος αγγειακός πονοκέφαλος
- Εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες από τους άνδρες
- συνώνυμο:
- ημικρανία ,
- προσκυνητής ,
- αρρωστημένος πονοκέφαλος