Translation meaning & definition of the word "midwife" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μεγαλούπολη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Midwife
[Μαία]/mɪdwaɪf/
noun
1. A woman skilled in aiding the delivery of babies
- synonym:
- midwife ,
- accoucheuse
1. Μια γυναίκα ειδικευμένη στην υποβοήθηση της παράδοσης των μωρών
- συνώνυμο:
- μαία ,
- επιδουσώ