Translation meaning & definition of the word "midsummer" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μεσοκαλόκαιρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Midsummer
[Μεσοκαλόκαιρο]/mɪdsəmər/
noun
1. June 21, when the sun is at its northernmost point
- synonym:
- summer solstice ,
- June 21 ,
- midsummer
1. 21 ιουνίου, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο βορειότερο σημείο του
- συνώνυμο:
- θερινό ηλιοστάσιο ,
- 21 Ιουνίου ,
- μεσοκαλόκαιρο