Translation meaning & definition of the word "midland" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέση γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Midland
[Μίντλαντ]/mɪdlænd/
noun
1. A town in west central texas
- synonym:
- Midland
1. Μια πόλη στο δυτικό κεντρικό τέξας
- συνώνυμο:
- Μίντλαντ
2. The interior part of a country
- synonym:
- midland
2. Το εσωτερικό μιας χώρας
- συνώνυμο:
- μέση
adjective
1. Of or coming from the middle of a region or country
- "Upcountry districts"
- synonym:
- interior ,
- midland ,
- upcountry
1. Από ή προέρχονται από τη μέση μιας περιοχής ή μιας χώρας
- "Περιφέρειες ανάπτυξης"
- συνώνυμο:
- εσωτερικό ,
- μέση ,
- ανάπτυξη