Translation meaning & definition of the word "midget" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αφεθείτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Midget
[Μεσημεριανό]/mɪʤət/
noun
1. A person who is markedly small
- synonym:
- dwarf ,
- midget ,
- nanus
1. Ένα άτομο που είναι αξιοσημείωτα μικρό
- συνώνυμο:
- νάνος ,
- νάτσετ
adjective
1. Very small
- "Diminutive in stature"
- "A lilliputian chest of drawers"
- "Her petite figure"
- "Tiny feet"
- "The flyspeck nation of bahrain moved toward democracy"
- synonym:
- bantam ,
- diminutive ,
- lilliputian ,
- midget ,
- petite ,
- tiny ,
- flyspeck
1. Πολύ μικρό
- "Μειωτικό σε ανάστημα"
- "Μια λιλιπούτεια συρταριέρα"
- "Η μικρή φιγούρα της"
- "Μικροσκοπικά πόδια"
- "Το έθνος του μπαχρέιν κινήθηκε προς τη δημοκρατία"
- συνώνυμο:
- μπαντάμ ,
- υποβαθμισμένοσ ,
- λιλιπούτειος ,
- νάτσετ ,
- αναλυτικόσ ,
- μικροσκοπικόσ ,
- πετάω
Examples of using
Dima actually thought that midget porn is some subtype of child porn.
Η Δήμητρα πραγματικά σκέφτηκε ότι το πορνό είναι κάποιος υπότυπος του παιδιού πορνό.