Translation meaning & definition of the word "mid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mid
[Μεσαίο]/mɪd/
adjective
1. Used in combination to denote the middle
- "Midmorning"
- "Midsummer"
- "In mid-1958"
- "A mid-june wedding"
- synonym:
- mid(a)
1. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό για να δηλώσει τη μέση
- "Πρωί"
- "Μεσημέρι"
- "Στα μέσα του 1958"
- "Ένας γάμος στα μέσα ιουνίου"
- συνώνυμο:
- μιδοξ(