Translation meaning & definition of the word "microscopic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μικροσκοπική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Microscopic
[Μικροσκοπικόσ]/maɪkrəskɑpɪk/
adjective
1. Of or relating to or used in microscopy
- "Microscopic analysis"
- "Microscopical examination"
- synonym:
- microscopic ,
- microscopical
1. Από ή σχετίζονται ή χρησιμοποιούνται στη μικροσκοπία
- "Μικροσκοπική ανάλυση"
- "Μικροσκοπική εξέταση"
- συνώνυμο:
- μικροσκοπικόσ
2. Visible under a microscope
- Using a microscope
- synonym:
- microscopic ,
- microscopical
2. Ορατό κάτω από ένα μικροσκόπιο
- Χρησιμοποιώντας ένα μικροσκόπιο
- συνώνυμο:
- μικροσκοπικόσ
3. Extremely precise with great attention to details
- "Examined it with microscopic care"
- synonym:
- microscopic
3. Εξαιρετικά ακριβής με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες
- "Το εξέτασε με μικροσκοπική φροντίδα"
- συνώνυμο:
- μικροσκοπικόσ
4. So small as to be invisible without a microscope
- "Differences were microscopic"
- synonym:
- microscopic ,
- microscopical
4. Τόσο μικρό ώστε να είναι αόρατο χωρίς μικροσκόπιο
- "Οι διαφορές ήταν μικροσκοπικές"
- συνώνυμο:
- μικροσκοπικόσ
Examples of using
The author's verbiage produced a document of mammoth size and microscopic import.
Η λέξη του συγγραφέα παρήγαγε ένα έγγραφο μεγέθους μαμούθ και μικροσκοπικής εισαγωγής.