Translation meaning & definition of the word "mick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μικρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mick
[Μικ]/mɪk/
noun
1. (ethnic slur) offensive term for a person of irish descent
- synonym:
- Paddy ,
- Mick ,
- Mickey
1. (εθνικός προσβλητικός όρος υπερηχογράφησης για ένα άτομο ιρλανδικής καταγωγής
- συνώνυμο:
- Μπαμπάς ,
- Μικ ,
- Μίκυ