Translation meaning & definition of the word "mew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μελέτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mew
[Λυγερόσ]/mju/
noun
1. The sound made by a cat (or any sound resembling this)
- synonym:
- meow ,
- mew ,
- miaou ,
- miaow ,
- miaul
1. Ο ήχος από μια γάτα (ή κάθε ήχο που μοιάζει με αυτό το)
- συνώνυμο:
- νιαουρίζω ,
- μεγαλόσωμος ,
- μιαού ,
- μιαουά ,
- μιαούλ
2. The common gull of eurasia and northeastern north america
- synonym:
- mew ,
- mew gull ,
- sea mew ,
- Larus canus
2. Ο κοινός γλάρος της ευρασίας και της βορειοανατολικής βόρειας αμερικής
- συνώνυμο:
- μεγαλόσωμος ,
- μεγάλος γλάρος ,
- νεκροτομείο ,
- Λαυρωτός κανόνας
verb
1. Cry like a cat
- "The cat meowed"
- synonym:
- meow ,
- mew
1. Κλάψε σαν γάτα
- "Η γάτα νιαουρίζει"
- συνώνυμο:
- νιαουρίζω ,
- μεγαλόσωμος
2. Utter a high-pitched cry, as of seagulls
- synonym:
- mew
2. Προφέρετε μια κραυγή υψηλή, όπως οι γλάροι
- συνώνυμο:
- μεγαλόσωμος