Translation meaning & definition of the word "mettle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετρητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mettle
[Μετρητήσ]/mɛtəl/
noun
1. The courage to carry on
- "He kept fighting on pure spunk"
- "You haven't got the heart for baseball"
- synonym:
- heart ,
- mettle ,
- nerve ,
- spunk
1. Το θάρρος να συνεχίσουμε
- "Συνέχισε να αγωνίζεται σε καθαρά κομμάτια"
- "Δεν έχετε την καρδιά για το μπέιζμπολ"
- συνώνυμο:
- καρδιά ,
- μετρητήσ ,
- νεύρο ,
- αποσπώ
Examples of using
There's nothing like close combat to test one's mettle.
Δεν υπάρχει τίποτα σαν τη στενή μάχη για να δοκιμάσετε τη λεπτομέρεια κάποιου.
There's nothing like close combat to test one's mettle.
Δεν υπάρχει τίποτα σαν τη στενή μάχη για να δοκιμάσετε τη λεπτομέρεια κάποιου.