Translation meaning & definition of the word "metropolitan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μητροπολιτικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Metropolitan
[Μητροπολίτης]/mɛtrəpɑlətən/
noun
1. In the eastern orthodox church this title is given to a position between bishop and patriarch
- Equivalent to archbishop in western christianity
- synonym:
- metropolitan
1. Στην ανατολική ορθόδοξη εκκλησία αυτός ο τίτλος δίνεται σε θέση μεταξύ επισκόπου και πατριάρχη
- Αντίστοιχο με τον αρχιεπίσκοπο στον δυτικό χριστιανισμό
- συνώνυμο:
- μητροπολίτης
2. A person who lives in a metropolis
- synonym:
- metropolitan
2. Ένας άνθρωπος που ζει σε μια μητρόπολη
- συνώνυμο:
- μητροπολίτης
adjective
1. Relating to or characteristic of a metropolis
- "Metropolitan area"
- synonym:
- metropolitan
1. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά μιας μητρόπολης
- "Μητροπολιτική περιοχή"
- συνώνυμο:
- μητροπολίτης