Translation meaning & definition of the word "metropolis" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μητρόπολη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Metropolis
[Μητρόπολη]/mətrɑpələs/
noun
1. A large and densely populated urban area
- May include several independent administrative districts
- "Ancient troy was a great city"
- synonym:
- city ,
- metropolis ,
- urban center
1. Μια μεγάλη και πυκνοκατοικημένη αστική περιοχή
- Μπορεί να περιλαμβάνει πολλές ανεξάρτητες διοικητικές περιφέρειες
- "Η αρχαία τροία ήταν μια μεγάλη πόλη"
- συνώνυμο:
- πόλη ,
- μητρόπολη ,
- αστικό κέντρο
2. People living in a large densely populated municipality
- "The city voted for republicans in 1994"
- synonym:
- city ,
- metropolis
2. Άνθρωποι που ζουν σε ένα μεγάλο πυκνοκατοικημένο δήμο
- "Η πόλη ψήφισε υπέρ των ρεπουμπλικάνων το 1994"
- συνώνυμο:
- πόλη ,
- μητρόπολη