Translation meaning & definition of the word "metric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετρική" στην ελληνική γλώσσα
Metric
[Μετρικός]noun
1. A function of a topological space that gives, for any two points in the space, a value equal to the distance between them
- synonym:
- metric function ,
- metric
1. Συνάρτηση τοπολογικού χώρου που δίνει, για οποιαδήποτε δύο σημεία στο χώρο, μια τιμή ίση με την απόσταση μεταξύ τους
- συνώνυμο:
- μετρική λειτουργία ,
- μετρικός
2. A decimal unit of measurement of the metric system (based on meters and kilograms and seconds)
- "Convert all the measurements to metric units"
- "It is easier to work in metric"
- synonym:
- metric unit ,
- metric
2. Μια δεκαδική μονάδα μέτρησης του μετρικού συστήματος (με βάση μέτρα και χιλιόγραμμα και δευτερόλεπτα)
- "Μετατρέψτε όλες τις μετρήσεις σε μετρικές μονάδες"
- "Είναι ευκολότερο να εργαστεί σε μετρική"
- συνώνυμο:
- μετρική μονάδα ,
- μετρικός
3. A system of related measures that facilitates the quantification of some particular characteristic
- synonym:
- system of measurement ,
- metric
3. Ένα σύστημα σχετικών μέτρων που διευκολύνει τον ποσοτικό προσδιορισμό κάποιου συγκεκριμένου χαρακτηριστικού
- συνώνυμο:
- σύστημα μέτρησης ,
- μετρικός
adjective
1. Based on the meter as a standard of measurement
- "The metric system"
- "Metrical equivalents"
- synonym:
- metric ,
- metrical
1. Με βάση το μετρητή ως πρότυπο μέτρησης
- "Το μετρικό σύστημα"
- "Μετρικά ισοδύναμα"
- συνώνυμο:
- μετρικός ,
- μετρικόσ
2. The rhythmic arrangement of syllables
- synonym:
- measured ,
- metrical ,
- metric
2. Η ρυθμική διάταξη των συλλαβών
- συνώνυμο:
- μετρημένος ,
- μετρικόσ ,
- μετρικός