Translation meaning & definition of the word "metier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετρητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Metier
[Μετριόφρων]/mɛtjər/
noun
1. An asset of special worth or utility
- "Cooking is his forte"
- synonym:
- forte ,
- strong suit ,
- long suit ,
- metier ,
- specialty ,
- speciality ,
- strong point ,
- strength
1. Ένα περιουσιακό στοιχείο ειδικής αξίας ή χρησιμότητας
- "Το μαγείρεμα είναι το φόρτε του"
- συνώνυμο:
- φόρτε ,
- ισχυρό κοστούμι ,
- μακρύ κοστούμι ,
- μετριόφρων ,
- ειδικότητα ,
- ισχυρό σημείο ,
- δύναμη
2. An occupation for which you are especially well suited
- "In law he found his true metier"
- synonym:
- metier ,
- medium
2. Μια επάγγελμα για την οποία είστε ιδιαίτερα κατάλληλοι
- "Στο νόμο βρήκε τον πραγματικό του μετρητή"
- συνώνυμο:
- μετριόφρων ,
- μέσο