Translation meaning & definition of the word "meticulous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μελετητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Meticulous
[Στιχουργηματικόσ]/mətɪkjələs/
adjective
1. Marked by precise accordance with details
- "Meticulous research"
- "Punctilious in his attention to rules of etiquette"
- synonym:
- meticulous ,
- punctilious
1. Χαρακτηρίζεται από ακριβή σύμφωνα με τις λεπτομέρειες
- "Πολυτιμητική έρευνα"
- "Επιπολαιότητα στην προσοχή του στους κανόνες της εθιμοτυπίας"
- συνώνυμο:
- σχολαστικόσ ,
- ακριβήσ
2. Marked by extreme care in treatment of details
- "A meticulous craftsman"
- "Almost worryingly meticulous in his business formalities"
- synonym:
- meticulous
2. Χαρακτηρίζεται από ακραία προσοχή στη θεραπεία των λεπτομερειών
- "Ένας σχολαστικός τεχνίτης"
- "Σχεδόν ανησυχητικά σχολαστικά στις επιχειρηματικές του διατυπώσεις"
- συνώνυμο:
- σχολαστικόσ
Examples of using
Tom is so meticulous about the food he eats.
Ο Τομ είναι τόσο σχολαστικός με το φαγητό που τρώει.
Tom is so meticulous about the food he eats.
Ο Τομ είναι τόσο σχολαστικός με το φαγητό που τρώει.