Translation meaning & definition of the word "methodology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεθοδολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Methodology
[Μεθοδολογία]/mɛθədɑləʤi/
noun
1. The branch of philosophy that analyzes the principles and procedures of inquiry in a particular discipline
- synonym:
- methodology ,
- methodological analysis
1. Ο κλάδος της φιλοσοφίας που αναλύει τις αρχές και τις διαδικασίες της έρευνας σε μια συγκεκριμένη πειθαρχία
- συνώνυμο:
- μεθοδολογία ,
- μεθοδολογική ανάλυση
2. The system of methods followed in a particular discipline
- synonym:
- methodology
2. Το σύστημα των μεθόδων ακολουθείται σε μια συγκεκριμένη πειθαρχία
- συνώνυμο:
- μεθοδολογία