Translation meaning & definition of the word "meteorological" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετεωρολογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Meteorological
[Μετεωρολογική]/mitiɔrəlɑʤɪkəl/
adjective
1. Of or pertaining to atmospheric phenomena, especially weather and weather conditions
- "Meteorological factors"
- "Meteorological chart"
- "Meteoric (or meteorological) phenomena"
- synonym:
- meteorologic ,
- meteorological ,
- meteoric
1. Από ή που σχετίζονται με ατμοσφαιρικά φαινόμενα, ιδιαίτερα τον καιρό και τις καιρικές συνθήκες
- "Μετεωρολογικοί παράγοντες"
- "Μετεωρολογικό διάγραμμα"
- "Μετεωρικό ( ή μετεωρολογικά ) φαινόμενα"
- συνώνυμο:
- μετεωρολογικόσ ,
- μετεωρικόσ