Translation meaning & definition of the word "meteorite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετεωρίτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Meteorite
[Μετεωρίτης]/mitiɔraɪt/
noun
1. Stony or metallic object that is the remains of a meteoroid that has reached the earth's surface
- synonym:
- meteorite
1. Πέτρινο ή μεταλλικό αντικείμενο που είναι τα ερείπια ενός μετεωρίτη που έχει φτάσει στην επιφάνεια της γης
- συνώνυμο:
- μετεωρίτης