Translation meaning & definition of the word "metallic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταλλικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Metallic
[Μεταλλικός]/mətælɪk/
noun
1. A fabric made of a yarn that is partly or entirely of metal
- synonym:
- metallic
1. Ένα ύφασμα από νήμα που είναι εν μέρει ή εξ ολοκλήρου από μέταλλο
- συνώνυμο:
- μεταλλικός
2. A yarn made partly or entirely of metal
- synonym:
- metallic
2. Ένα νήμα φτιαγμένο εν μέρει ή εξ ολοκλήρου από μέταλλο
- συνώνυμο:
- μεταλλικός
adjective
1. Containing or made of or resembling or characteristic of a metal
- "A metallic compound"
- "Metallic luster"
- "The strange metallic note of the meadow lark, suggesting the clash of vibrant blades"- ambrose bierce
- synonym:
- metallic ,
- metal(a)
1. Που περιέχει ή κατασκευάζεται από ή μοιάζει με ή χαρακτηριστικό ενός μετάλλου
- "Μια μεταλλική ένωση"
- "Μεταλλική λάμψη"
- "Η παράξενη μεταλλική νότα του λιβαδιού, που υποδηλώνει τη σύγκρουση των ζωντανών λεπίδων"-αμβρόσιος μπίρσε
- συνώνυμο:
- μεταλλικός ,
- μεταλλ()