Translation meaning & definition of the word "metabolism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταβολισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Metabolism
[Μεταβολισμόσ]/mətæbəlɪzəm/
noun
1. The marked and rapid transformation of a larva into an adult that occurs in some animals
- synonym:
- metamorphosis ,
- metabolism
1. Η σημαντική και ταχεία μετατροπή μιας προνύμφης σε έναν ενήλικα που εμφανίζεται σε ορισμένα ζώα
- συνώνυμο:
- μεταμόρφωση ,
- μεταβολισμός
2. The organic processes (in a cell or organism) that are necessary for life
- synonym:
- metabolism ,
- metabolic process
2. Οι οργανικές διεργασίες (σε ένα κύτταρο ή οργανισμό) που είναι απαραίτητες για τη ζωή
- συνώνυμο:
- μεταβολισμός ,
- μεταβολική διαδικασία
Examples of using
Water bears several vital functions in a man's organism. It serves as a transport means for nutrients, regulates body temperature, and plays an important part in metabolism.
Το νερό φέρει πολλές ζωτικές λειτουργίες στον οργανισμό ενός ανθρώπου. Χρησιμεύει ως μέσο μεταφοράς για θρεπτικά συστατικά, ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος και παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό.