Translation meaning & definition of the word "mesh" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλέγμα" στην ελληνική γλώσσα
Mesh
[Πλέγμα]noun
1. The number of openings per linear inch of a screen
- Measures size of particles
- "A 100 mesh screen"
- "100 mesh powdered cellulose"
- synonym:
- mesh
1. Ο αριθμός ανοιγμάτων ανά γραμμική ίντσα μιας οθόνης
- Μετρά το μέγεθος των σωματιδίων
- "Μια οθόνη πλέγματος 100"
- "100 σκόνη πλέγματος κυτταρίνη"
- συνώνυμο:
- πλέγμα
2. Contact by fitting together
- "The engagement of the clutch"
- "The meshing of gears"
- synonym:
- engagement ,
- mesh ,
- meshing ,
- interlocking
2. Επικοινωνήστε μαζί τοποθετώντας
- "Η δέσμευση του συμπλέκτη"
- "Ο συνδυασμός των εργαλείων"
- συνώνυμο:
- εμπλοκή ,
- πλέγμα ,
- αποτυχία ,
- αλληλοσυνδέεται
3. The topology of a network whose components are all connected directly to every other component
- synonym:
- mesh topology ,
- mesh
3. Η τοπολογία ενός δικτύου του οποίου τα στοιχεία είναι όλα συνδεδεμένα άμεσα με κάθε άλλο στοιχείο
- συνώνυμο:
- τοπολογία πλέγματος ,
- πλέγμα
4. An open fabric of string or rope or wire woven together at regular intervals
- synonym:
- net ,
- network ,
- mesh ,
- meshing ,
- meshwork
4. Ένα ανοιχτό ύφασμα από κορδόνι ή σχοινί ή σύρμα που υφαίνεται μαζί σε τακτά χρονικά διαστήματα
- συνώνυμο:
- δίχτυ ,
- δίκτυο ,
- πλέγμα ,
- αποτυχία
5. The act of interlocking or meshing
- "An interlocking of arms by the police held the crowd in check"
- synonym:
- mesh ,
- meshing ,
- interlock ,
- interlocking
5. Η πράξη της αλληλοσύνδεσης ή του συνδυασμού
- "Μια αλληλεπίδραση όπλων από την αστυνομία κράτησε το πλήθος υπό έλεγχο"
- συνώνυμο:
- πλέγμα ,
- αποτυχία ,
- συνδέω ,
- αλληλοσυνδέεται
verb
1. Keep engaged
- "Engaged the gears"
- synonym:
- engage ,
- mesh ,
- lock ,
- operate
1. Συνεχίζω να ασχολούμαι
- "Ενεργοποίησε τα εργαλεία"
- συνώνυμο:
- εμπλέκομαι ,
- πλέγμα ,
- κλειδαριά ,
- λειτουργώ
2. Coordinate in such a way that all parts work together effectively
- synonym:
- interlock ,
- mesh
2. Συντονίστε με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα μέρη να συνεργάζονται αποτελεσματικά
- συνώνυμο:
- συνδέω ,
- πλέγμα
3. Work together in harmony
- synonym:
- mesh
3. Συνεργαστείτε σε αρμονία
- συνώνυμο:
- πλέγμα
4. Entangle or catch in (or as if in) a mesh
- synonym:
- enmesh ,
- mesh ,
- ensnarl
4. Εμπλέκεται ή να πιάσει σε (ορ σαν σε) ένα πλέγμα
- συνώνυμο:
- ενμεσ ,
- πλέγμα ,
- υπόστρωμα