Translation meaning & definition of the word "merry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εργάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Merry
[Χαρούμενος]/mɛri/
adjective
1. Full of or showing high-spirited merriment
- "When hearts were young and gay"
- "A poet could not but be gay, in such a jocund company"- wordsworth
- "The jolly crowd at the reunion"
- "Jolly old saint nick"
- "A jovial old gentleman"
- "Have a merry christmas"
- "Peals of merry laughter"
- "A mirthful laugh"
- synonym:
- gay ,
- jocund ,
- jolly ,
- jovial ,
- merry ,
- mirthful
1. Γεμάτο ή παρουσιάζοντας υψηλό πνεύμα χαράς
- "Όταν οι καρδιές ήταν νέες και γκέι"
- "Ένας ποιητής δεν θα μπορούσε παρά να είναι ομοφυλόφιλος, σε μια τέτοια εταιρεία επικαιρότητας"-λέξσγουορθ
- "Το χαρούμενο πλήθος στην επανένωση"
- "Γεια σου σαιντ νικ"
- "Ένας ηλικιωμένος κύριος"
- "Έχετε καλά χριστούγεννα"
- "Τύρφη του χαρούμενου γέλιου"
- "Ένα αποτρόπαιο γέλιο"
- συνώνυμο:
- γκέι ,
- τζόκουντ ,
- τζόλι ,
- τζοβιάλ ,
- χαρούμενος ,
- καθρέφτησ
2. Offering fun and gaiety
- "A festive (or festal) occasion"
- "Gay and exciting night life"
- "A merry evening"
- synonym:
- gay ,
- festal ,
- festive ,
- merry
2. Προσφέροντας διασκέδαση και ευθυμία
- "Μια εορταστική περίσταση (ορ φεστιβαλ)"
- "Παιχνίδι και συναρπαστική νυχτερινή ζωή"
- "Μια χαρούμενη βραδιά"
- συνώνυμο:
- γκέι ,
- εορταστικόσ ,
- χαρούμενος
3. Quick and energetic
- "A brisk walk in the park"
- "A lively gait"
- "A merry chase"
- "Traveling at a rattling rate"
- "A snappy pace"
- "A spanking breeze"
- synonym:
- alert ,
- brisk ,
- lively ,
- merry ,
- rattling ,
- snappy ,
- spanking ,
- zippy
3. Γρήγορη και ενεργητική
- "Ένα γρήγορο περπάτημα στο πάρκο"
- "Ένα ζωντανό βάδισμα"
- "Ένα χαρούμενο κυνηγητό"
- "Ταξιδεύοντας με ρυθμό κουδουνίσματος"
- "Ένας απειλητικός ρυθμός"
- "Ένα χτυπητό αεράκι"
- συνώνυμο:
- ειδοποίηση ,
- βρυχικόσ ,
- ζωηρός ,
- χαρούμενος ,
- κουδουνίζω ,
- αναπηδήσ ,
- πατώ ,
- τσιγγούνησ
Examples of using
He laughed a merry laugh.
Γέλασε με ένα χαρούμενο γέλιο.
Peter is a merry fellow.
Ο Πέτρος είναι ένας χαρούμενος σύντροφος.