Translation meaning & definition of the word "merman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γερμανικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Merman
[Μεγιστάνα]/mərmæn/
noun
1. United states singer who appeared in several musical comedies (1909-1984)
- synonym:
- Merman ,
- Ethel Merman
1. Ηνωμένες πολιτείες τραγουδίστρια που εμφανίστηκε σε διάφορες μουσικές κωμωδίες (1909-1984)
- συνώνυμο:
- Μεγιστάνα ,
- Έθελ Μόρερμαν
2. Half man and half fish
- Lives in the sea
- synonym:
- merman
2. Μισός άνθρωπος και μισό ψάρι
- Ζει στη θάλασσα
- συνώνυμο:
- μιρμαν