Translation meaning & definition of the word "meridian" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεσημβρινός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Meridian
[Μεσημβρινός]/mərɪdiən/
noun
1. The highest level or degree attainable
- The highest stage of development
- "His landscapes were deemed the acme of beauty"
- "The artist's gifts are at their acme"
- "At the height of her career"
- "The peak of perfection"
- "Summer was at its peak"
- "...catapulted einstein to the pinnacle of fame"
- "The summit of his ambition"
- "So many highest superlatives achieved by man"
- "At the top of his profession"
- synonym:
- acme ,
- height ,
- elevation ,
- peak ,
- pinnacle ,
- summit ,
- superlative ,
- meridian ,
- tiptop ,
- top
1. Το υψηλότερο επίπεδο ή βαθμός εφικτό
- Το υψηλότερο στάδιο ανάπτυξης
- "Τα τοπία του θεωρούνταν η ακμή της ομορφιάς"
- "Τα δώρα του καλλιτέχνη είναι στην ακμή τους"
- "Στο απόγειο της καριέρας της"
- "Η κορυφή της τελειότητας"
- "Το καλοκαίρι ήταν στο αποκορύφωμά του"
- "...κατάπληξε τον αϊνστάιν στο αποκορύφωμα της φήμης"
- "Η σύνοδος κορυφής της φιλοδοξίας του"
- "Τόσα υψηλότερα υπερρεαλιστικά που επιτυγχάνονται από τον άνθρωπο"
- "Στην κορυφή του επαγγέλματός του"
- συνώνυμο:
- ακμή ,
- ύψος ,
- υψόμετρο ,
- κορυφή ,
- αποκορύφωμα ,
- σύνοδος κορυφής ,
- υπερθετικόσ ,
- μεσημβρινός ,
- πτώση
2. A town in eastern mississippi
- synonym:
- Meridian
2. Μια πόλη στο ανατολικό μισισιπή
- συνώνυμο:
- Μεσημβρινός
3. An imaginary great circle on the surface of the earth passing through the north and south poles at right angles to the equator
- "All points on the same meridian have the same longitude"
- synonym:
- meridian ,
- line of longitude
3. Ένας φανταστικός μεγάλος κύκλος στην επιφάνεια της γης που διέρχεται από τους βόρειους και νότιους πόλους σε ορθή γωνία με τον ισημ
- "Όλα τα σημεία του ίδιου μεσημβρινού έχουν το ίδιο μήκος"
- συνώνυμο:
- μεσημβρινός ,
- γραμμή γεωγραφικού μήκους
adjective
1. Of or happening at noon
- "Meridian hour"
- synonym:
- meridian
1. Ή να συμβεί το μεσημέρι
- "Ημερήσια ώρα"
- συνώνυμο:
- μεσημβρινός
2. Being at the best stage of development
- "Our manhood's prime vigor"- robert browning
- synonym:
- prime ,
- meridian
2. Να βρίσκεστε στο καλύτερο στάδιο ανάπτυξης
- "Το πρωταρχικό σθένος της ανδρικής μας" - ρόμπερτ μπράουνινγκ
- συνώνυμο:
- πρώτοσ ,
- μεσημβρινός
Examples of using
Japan is on the 100th meridian East.
Η Ιαπωνία βρίσκεται στην 100η μεσημβρινή Ανατολή.
Japan is on the 135th meridian East.
Η Ιαπωνία βρίσκεται στην 135η μεσημβρινή Ανατολή.