Translation meaning & definition of the word "merciful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όμορφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Merciful
[Ελεήμων]/mərsɪfəl/
adjective
1. Showing or giving mercy
- "Sought merciful treatment for the captives"
- "A merciful god"
- synonym:
- merciful
1. Επίδειξη ή παραχώρηση ελέους
- "Αγόρασε ελεήμων μεταχείριση για τους αιχμαλώτους"
- "Ένας ελεήμων θεός"
- συνώνυμο:
- ελεήμων
2. (used conventionally of royalty and high nobility) gracious
- "Our merciful king"
- synonym:
- merciful
2. (χρησιμοποιείται συμβατικά από δικαιώματα και υψηλή ευγένεια) ευγενικό
- "Ο ελεήμων βασιλιάς μας"
- συνώνυμο:
- ελεήμων