Translation meaning & definition of the word "merchandise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπορευματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Merchandise
[Εμπορευματοποίηση]/mərʧəndaɪz/
noun
1. Commodities offered for sale
- "Good business depends on having good merchandise"
- "That store offers a variety of products"
- synonym:
- merchandise ,
- ware ,
- product
1. Εμπορεύματα που προσφέρονται για πώληση
- "Η καλή επιχείρηση εξαρτάται από το να έχεις καλά εμπορεύματα"
- "Το κατάστημα αυτό προσφέρει μια ποικιλία προϊόντων"
- συνώνυμο:
- εμπορεύματα ,
- είδη ,
- προϊόν
verb
1. Engage in the trade of
- "He is merchandising telephone sets"
- synonym:
- trade ,
- merchandise
1. Εμπλέκεται στο εμπόριο των
- "Εμπορεύεται τηλεφωνικά σετ"
- συνώνυμο:
- εμπόριο ,
- εμπορεύματα
Examples of using
You boycotted merchandise from that country.
Μποϊκοτάρατε εμπορεύματα από τη χώρα αυτή.
Please send the merchandise by return.
Παρακαλώ στείλτε τα εμπορεύματα με την επιστροφή.
I saw somebody steal the merchandise.
Είδα κάποιον να κλέβει τα εμπορεύματα.