Translation meaning & definition of the word "mercenary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "οικονομία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mercenary
[Μισθοφόρο]/mərsənɛri/
noun
1. A person hired to fight for another country than their own
- synonym:
- mercenary ,
- soldier of fortune
1. Ένα άτομο που προσλαμβάνεται για να πολεμήσει για μια άλλη χώρα από τη δική του
- συνώνυμο:
- μισθοφόροσ ,
- στρατιώτης της περιουσίας
adjective
1. Marked by materialism
- synonym:
- materialistic ,
- mercenary ,
- worldly-minded
1. Σημαδεμένος από τον υλισμό
- συνώνυμο:
- υλιστικόσ ,
- μισθοφόροσ ,
- κοσμικός
2. Serving for wages in a foreign army
- "Mercenary killers"
- synonym:
- mercenary(a) ,
- free-lance(a) ,
- freelance(a)
2. Υπηρεσία για μισθούς σε ξένο στρατό
- "Αυτοφυλακισμένοι δολοφόνοι"
- συνώνυμο:
- μισθοφελ(α) ,
- ελεύθερη-λανθ() ,
- ελεύθερουςανελκυστη(α)
3. Profit oriented
- "A commercial book"
- "Preached a mercantile and militant patriotism"- john buchan
- "A mercenary enterprise"
- "A moneymaking business"
- synonym:
- mercantile ,
- mercenary ,
- moneymaking(a)
3. Προσανατολισμένος στο κέρδος
- "Εμπορικό βιβλίο"
- "Προηγήθηκε ένας εμπορικός και μαχητικός πατριωτισμός" - τζον μπιουκάν
- "Μια μισθοφορική επιχείρηση"
- "Επιχείρηση επεξεργασίας χρημάτων"
- συνώνυμο:
- εμπορικόσ ,
- μισθοφόροσ ,
- χρηματοδότηση(α
Examples of using
He is very mercenary.
Είναι πολύ μισθοφόρος.