Translation meaning & definition of the word "mercantile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπορεύματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mercantile
[Εμπορικό]/mərkəntaɪl/
adjective
1. Of or relating to the economic system of mercantilism
- "Mercantile theories"
- "Mercantile system"
- synonym:
- mercantile
1. Από ή σχετίζονται με το οικονομικό σύστημα του μερκαντιλισμού
- "Εμπρηστικές θεωρίες"
- "Συστήματος εμπορευμάτων"
- συνώνυμο:
- εμπορικόσ
2. Profit oriented
- "A commercial book"
- "Preached a mercantile and militant patriotism"- john buchan
- "A mercenary enterprise"
- "A moneymaking business"
- synonym:
- mercantile ,
- mercenary ,
- moneymaking(a)
2. Προσανατολισμένος στο κέρδος
- "Εμπορικό βιβλίο"
- "Προηγήθηκε ένας εμπορικός και μαχητικός πατριωτισμός" - τζον μπιουκάν
- "Μια μισθοφορική επιχείρηση"
- "Επιχείρηση επεξεργασίας χρημάτων"
- συνώνυμο:
- εμπορικόσ ,
- μισθοφόροσ ,
- χρηματοδότηση(α
3. Relating to or characteristic of trade or traders
- "The mercantile north was forging ahead"- van wyck brooks
- synonym:
- mercantile
3. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά του εμπορίου ή των εμπόρων
- "Ο εμπορικός βορράς σφυρηλατούσε μπροστά" - βαν ουίκ μπρουκς
- συνώνυμο:
- εμπορικόσ
Examples of using
To what extent was Igor wrong calling her "mercantile"?
Σε ποιο βαθμό έκανε λάθος ο Ιγκόρ που την αποκαλούσε "εμπορευματώδη"?