Translation meaning & definition of the word "mentor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νόημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mentor
[Μέντορας]/mɛntɔr/
noun
1. A wise and trusted guide and advisor
- synonym:
- mentor ,
- wise man
1. Ένας σοφός και αξιόπιστος οδηγός και σύμβουλος
- συνώνυμο:
- μέντορας ,
- σοφός άνθρωπος
verb
1. Serve as a teacher or trusted counselor
- "The famous professor mentored him during his years in graduate school"
- "She is a fine lecturer but she doesn't like mentoring"
- synonym:
- mentor
1. Υπηρετήστε ως δάσκαλος ή αξιόπιστος σύμβουλος
- "Ο διάσημος καθηγητής τον καθοδήγησε κατά τη διάρκεια των ετών του στο μεταπτυχιακό σχολείο"
- "Είναι μια καλή λέκτορας, αλλά δεν της αρέσει η καθοδήγηση"
- συνώνυμο:
- μέντορας