Translation meaning & definition of the word "menthol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μενού" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Menthol
[Μενθόλη]/mɛnθɔl/
noun
1. A crystalline compound that has the cool and minty taste and odor that occurs naturally in peppermint oil
- Used as a flavoring and in medicine to relieve itching, pain, and nasal congestion
- synonym:
- menthol
1. Μια κρυσταλλική ένωση που έχει τη δροσερή και μέντα γεύση και οσμή που εμφανίζεται φυσικά στο έλαιο μέντας
- Χρησιμοποιείται ως αρωματικό και στην ιατρική για την ανακούφιση από τον κνησμό, τον πόνο και τη ρινική συμφόρηση
- συνώνυμο:
- μενθόλη
2. A lotion containing menthol which gives it the smell of mint
- synonym:
- menthol
2. Μια λοσιόν που περιέχει μενθόλη που της δίνει τη μυρωδιά της μέντας
- συνώνυμο:
- μενθόλη