Translation meaning & definition of the word "mentality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mentality
[Συνήθεια]/mɛntæləti/
noun
1. A habitual or characteristic mental attitude that determines how you will interpret and respond to situations
- synonym:
- mentality ,
- outlook ,
- mindset ,
- mind-set
1. Μια συνήθης ή χαρακτηριστική νοητική στάση που καθορίζει πώς θα ερμηνεύσετε και θα ανταποκριθείτε σε καταστάσεις
- συνώνυμο:
- νοοτροπία ,
- προοπτική
2. Mental ability
- "He's got plenty of brains but no common sense"
- synonym:
- brain ,
- brainpower ,
- learning ability ,
- mental capacity ,
- mentality ,
- wit
2. Νοητική ικανότητα
- "Έχει πολλούς εγκεφάλους, αλλά δεν έχει κοινή λογική"
- συνώνυμο:
- εγκέφαλος ,
- εγκεφαλική δύναμη ,
- ικανότητα μάθησης ,
- νοητική ικανότητα ,
- νοοτροπία ,
- πνεύμα