Translation meaning & definition of the word "menstruation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμμηνόρροια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Menstruation
[Εμμηνόρροια]/mɛnstrueʃən/
noun
1. The monthly discharge of blood from the uterus of nonpregnant women from puberty to menopause
- "The women were sickly and subject to excessive menstruation"
- "A woman does not take the gout unless her menses be stopped"--hippocrates
- "The semen begins to appear in males and to be emitted at the same time of life that the catamenia begin to flow in females"--aristotle
- synonym:
- menstruation ,
- menses ,
- menstruum ,
- catamenia ,
- period ,
- flow
1. Η μηνιαία απόρριψη αίματος από τη μήτρα των μη έγκυων γυναικών από την εφηβεία έως την εμμηνόπαυση
- "Οι γυναίκες ήταν άρρωστες και υπόκεινται σε υπερβολική εμμηνόρροια"
- "Μια γυναίκα δεν παίρνει την ουρική αρθρίτιδα, εκτός αν σταματήσουν τα ανδρικά της"-ιπποκράτης
- "Το σπέρμα αρχίζει να εμφανίζεται στα αρσενικά και να εκπέμπεται ταυτόχρονα με τη ζωή ότι η καταμένια αρχίζει να ρέει στα θηλυκά"
- συνώνυμο:
- εμμηνόρροια ,
- αναλογίεσ ,
- καταμένια ,
- περίοδος ,
- ροή