Translation meaning & definition of the word "menstruate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμμηνόρροια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Menstruate
[Εμμηνορρυσία]/mɛnstruet/
verb
1. Undergo menstruation
- "She started menstruating at the age of 11"
- synonym:
- menstruate ,
- flow
1. Υποβάλλομαι σε εμμηνόρροια
- "Ξεκίνησε να εμμηνορροεί στην ηλικία των 11 ετών"
- συνώνυμο:
- εμμηνορρυσία ,
- ροή